- αγκαλισμα
- ἀγκάλισμα-ατος τό обхватываемое руками
ἀ. χειροπληθές Luc. — пышные, округлые формы (о статуе богини)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. χειροπληθές Luc. — пышные, округлые формы (о статуе богини)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
ἀγκάλισμα — that which is embraced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίσμασιν — ἀγκάλισμα that which is embraced neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)